Η επίσκεψη Τίτο στη Θεσσαλονίκη πριν από 64 χρόνια και πως έθεσε θέμα «μακεδονικής μειονότητας»

Του Σπύρου Κουζινόπουλου Ο πρόεδρος της ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας, στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, είχε φτάσει στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 1954, κομίζοντας ως δώρο προς τον τότε βασιλιά Παύλο δύο άλογα. Κι αφού του απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο της Αθήνας και επιθεώρησε τον ελληνικό πολεμικό στόλο, δύο μέρες αργότερα, στις 5 Ιουνίου 1954, επιβαίνοντας του καταδρομικού «Έλλη», έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε προς τιμήν του μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στο αεροδρόμιο του Σέδες.

Σε εκείνη την επίσημη επίσκεψη υπήρξε έντονο παρασκήνιο, καθώς η τότε πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας, στην κυριολεξία «κατάπιε» μπροστά στον γιουγκοσλάβο στρατάρχη το θέμα του Μακεδονικού ζητήματος, προκειμένου να ικανοποιήσει τις αμερικανικές αξιώσεις για σύσφιγξη των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων.

Για να θυμηθούμε, ήταν η περίοδος που ο Τίτο, λίγα χρόνια πριν είχε έρθει σε πλήρη ρήξη με τον Στάλιν, με συνέπεια την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ.

Και οι Αμερικανοί, προσπαθώντας να ρυμουλκήσουν τον Τίτο και τη χώρα του στο άρμα τους, είχαν βάλει την Ελλάδα να εξαπολύσει «επίθεση φιλίας» προς τη γιουγκοσλαβική πλευρά, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε ανεβάσει στα ύψη την προπαγάνδα κατά της χώρας μας, ανακαλύπτοντας «μακεδονική μειονότητα» στην Ελλάδα και υποστηρίζοντας την υπερεθνικιστική στάση των υποστηρικτών της σοβινιστικής ιδέας περί «Μεγάλης Μακεδονίας» Ενδιαφέροντα στοιχεία για το παρασκήνιο εκείνης της επίσκεψης του Τίτο στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Κατσάνου «Βελιγράδι-Σκόπια και Θεσσαλονίκη-Αθήνα για τη Μακεδονία, Τεκμήρια και απόρρητα έγγραφα 1950-1960», το οποίο εκδόθηκε από την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών το 2009.
Οι εμπρηστικές αξιώσεις της Γιουγκοσλαβίας

Η προσέγγιση της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε στις αρχές του 1950 και ολοκληρώθηκε στα τέλη του ίδιου έτους με την τοποθέτηση πρεσβευτών στο Βελιγράδι και την Αθήνα, αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σε μία διελκυστίνδα σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα:
Η γιουγκοσλαβική πλευρά επιχείρησε να θέσει ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων την αναγνώριση της ανύπαρκτης «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και τη χορήγηση σε αυτήν μειονοτικών δικαιωμάτων.

Αντίθετα, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να εκμαιεύσει δήλωση της κυβέρνησης του Βελιγραδίου ότι «δεν πρόκειται στο μέλλον να ανακινήσει το ζήτημα του καθεστώτος της μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Τελικά, η πλήρης αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε χωρίς οι δύο πλευρές να υπαναχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις. Στο διάστημα που ακολούθησε την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων η ελληνική κυβέρνηση συνέχισε να προβάλλει την άποψη περί ανύπαρκτου Μακεδονικού Ζητήματος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι όσοι Σλαβόφωνοι παρέμειναν εντός της ελληνικής επικράτειας είχαν ελληνική συνείδηση.
Νόμος της κυβέρνησης της ΕΡΕ, στις 27-10-1959, με υπογραφές Κ. Καραμανλή, Κανελλόπουλου, Καλλία, Στράτου, Αβέρωφ, Μάρτη, Τσάτσου, Κεφαλογιάννη, ανέφερε τα Σκόπια ως «Μακεδονία» Η Γιουγκοσλαβία, αντιμετωπίζοντας τις έντονες επικρίσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των υπολοίπων ανατολικοευρωπαϊκών κρατών, αλλά και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, απέσυρε προσωρινά το μειονοτικό ζήτημα από την ατζέντα των συνομιλιών. Συνέχισε, ωστόσο, να το θεωρεί ως «ένα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα» στις διμερείς σχέσεις.

Το «εύκρατο κλίμα» που επικράτησε στις σχέσεις Αθηνών και Βελιγραδίου από τα τέλη του 1950 και εξής είχε ως αποτέλεσμα οι διπλωματικοί και πολιτικοί κύκλοι της Γιουγκοσλαβίας να αποφεύγουν πλέον να θέτουν το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων.

Το στίγμα της νέας πολιτικής εκφράστηκε μέσα από το περιεχόμενο της πρώτης συνέντευξης του γιουγκοσλάβου πρεσβευτή στην Αθήνα Ράντος Γιοβάνοβιτς στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Ερωτηθείς για το ζήτημα της «μακεδονικής» μειονότητας, απάντησε ότι «πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις σχέσεις των δύο χωρών». Όλα αυτά την ώρα που η γιουγκοσλαβική ηγεσία, ανέχονταν και υποδαύλιζε την αλυτρωτική προπαγάνδα που αναπτύσσονταν στα Σκόπια από τη λεγόμενη «Λαϊκή Δημοκρατία Μακεδονίας» περί «Μακεδονικού ζητήματος». Ενώ ουδέποτε παραιτήθηκε από την προσπάθειά της να κηδεμονεύσει τους σλαβόφωνους πληθυσμούς που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα μετά τα «δίσεκτα» χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.

Μέσα στο κλίμα αυτό, λίγο πριν φτάσει ο Τίτο στην Ελλάδα, ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ), Αλέξανδρος Λέτσας, επισκέφθηκε τον υπουργό Βόρειας Ελλάδας, Ανδρέα Στράτο και ζήτησε στο επίσημο πρόγραμμα να ενταχθεί και η επίσκεψη του Στρατάρχη στην ΕΜΣ. Ο υπουργός όμως, προφανώς μετά από συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αθήνας, απέρριψε το αίτημα με το πρόσχημα της έλλειψης χρόνου του γιουγκοσλάβου ηγέτη. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία του συμβολισμού μιας επίσκεψης του Τίτο στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
Η επίσκεψη του Τίτο στη Θεσσαλονίκη

Όπως μετέδιδε ο τότε Γενικός Πρόξενος της Γιουγκοσλαβίας στη Θεσσαλονίκη, Πόποβιτς, ακόμη και αν υπήρχε στο πρόγραμμα ανάλογη πρόβλεψη, δεν φαίνεται ότι θα γινόταν αποδεκτή από τη γιουγκοσλαβική πλευρά, λόγω των διαστάσεων που θεωρούσε η ίδια ότι θα σηματοδοτούσε μια τέτοια ενέργεια. Κατά τον γιουγκοσλάβο διπλωμάτη, ενδεχόμενη επίσκεψη του Τίτο στην ΕΜΣ θα μπορούσε πράγματι να ερμηνευθεί ως απόδοση αναγνώρισης στο ίδρυμα και παράλληλα ως σιωπηρή έλλειψη ενδιαφέροντος από τη Γιουγκοσλαβία για το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας.

Λίγο αργότερα, στην έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών για τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Τίτο στη Θεσσαλονίκη, ο Πόποβιτς αναφερόμενος στα διάφορα επικριτικά δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου της Θεσσαλονίκης για τη γιουγκοσλαβική πολιτική έναντι της Ελλάδας που δημοσιεύθηκαν στις αρχές Ιουνίου, τα απέδωσε σε «αλυτρωτικούς κύκλους προσκείμενους στην ΕΜΣ». Οι φιλοφρονήσεις της τότε ελληνικής κυβέρνησης προς τον Τίτο, οι επιθεωρήσεις του στόλου μας και οι παρελάσεις των ενόπλων μας δυνάμεων ενώπιον του, ήταν που τα κατοπινά χρόνια αποθράσυναν τόσο την γιουγκοσλαβική ηγεσία όσο και τους υπερεθνικιστικούς αλυτρωτικούς κύκλους των Σκοπίων. Την ίδια ώρα, η ελληνική πλευρά διαλαλούσε σε όλους τους τόνους «ότι δεν υφίσταται Μακεδονικό ζήτημα».

Για να φτάσουμε εδώ που έφτασε το πρόβλημα με ευθύνη των μεταπολεμικών κυβερνήσεων του τόπου. Και κάτι τελευταίο: επειδή ήταν διαταραγμένες οι σχέσεις του Τίτο με τους σοβιετικούς και καθώς το ΚΚΕ ήταν συντεταγμένο με τη Μόσχα, οι κυβερνώντες στην Ελλάδα και τα σαϊνια των υπηρεσιών ασφαλείας, κατέληξαν δια της εις άτοπον απαγωγής στο συμπέρασμα ότι ο γιουγκοσλάβος ηγέτης κινδύνευε από τους έλληνες αριστερούς. Έτσι, μερικές ημέρες πριν από την άφιξη του Τίτο στην πόλη μας, είχαν συλληφθεί και κρατηθεί στα αστυνομικά τμήματα εκατοντάδες μέλη και στελέχη της ΕΔΑ. Κι όχι μόνο εδώ στη Θεσσαλονίκη, αλλά ακόμη στον Έβρο ή τη Φλώρινα και την Καστοριά!!.

Διαβάστε περισσότερα για το θέμα στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Τα παρασκήνια του Μακεδονικού ζητήματος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης